- δύσζηλος
- δύσζηλος, -ον (Α)1. ο υπερβολικά ζηλότυπος2. αυτός που δείχνει υπερβολικό ζήλο3. αυτός που συναγωνίζεται στις κακουχίες4. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσζηλονη ιδιότητα τού δύσζηλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δύσζηλος — exceeding jealous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσζήλως — δύσζηλος exceeding jealous adverbial δύσζηλος exceeding jealous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσζηλον — δύσζηλος exceeding jealous masc/fem acc sg δύσζηλος exceeding jealous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσζήλου — δύσζηλος exceeding jealous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσζηλα — δύσζηλος exceeding jealous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσζηλοι — δύσζηλος exceeding jealous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… … Dictionary of Greek